ανακύρτωση

ανακύρτωση
η [ανακυρτώνω]
1. κύρτωση προς τα επάνω, καμπύλωμα
2. η εκ νέου κύρτωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανακυρτώνω — κάνω κάτι κυρτό, καμπυλώνω ή κυρτώνω εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκυρτος. ΠΑΡ. ανακύρτωση] …   Dictionary of Greek

  • κυρτότητα — η (Α κυρτότης, ητος) [κυρτός] 1. η ιδιότητα τού κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.) 2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”